ενόχλημα

ενόχλημα
το, -ατος
1. ό,τι δημιουργεί ενόχληση, καθετί που ενοχλεί.
2. ενόχληση, δυσαρέστηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐνόχλημα — trouble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενόχλημα — το (AM ἐνόχλημα) [ενοχλώ] ό,τι προκαλεί ενόχληση, η αδιαθεσία …   Dictionary of Greek

  • ἐνοχλήματα — ἐνόχλημα trouble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοχλήματι — ἐνόχλημα trouble neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοχλήματος — ἐνόχλημα trouble neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • σκόλοπας — ο / σκόλοψ, οπος, ΝΜΑ σώμα επίμηκες που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, ώστε να μπορεί να μπήγεται, πάσσαλος, παλούκι νεοελλ. μτφ. βάσανο, ενόχλημα αρχ. 1. μικρή σχίζα, αγκάθι 2. εργαλείο κατάλληλο για χειρουργική επέμβαση στην ουρήθρα 3. το οξύ άκρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”